Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Στόουνχεντζ.

To Στόουνχεντζ είναι νεολιθικό μεγαλιθικό μνημείο του οποίου η διαμόρφωση συνεχίστηκε ως την Εποχή του Χαλκού, κοντά στο Έιμσμπερι (Amesbury) της Αγγλίας στην κομητεία του Γουΐλτσιρ (Wiltshire), περίπου 13 χλμ βορειοδυτικά του Σαλίσμπερι (Salisbury). Πρόκειται για έναν κύκλο μεγαλίθων, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις πλέον αποδεκτές αρχαιολογικές εκτιμήσεις ανάμεσα στο 2500 π.Χ. και το 2000 π.Χ.. Το αρχαιότερο κυκλικό ανάχωμα και η περιφερειακή τάφρος, που ανήκουν σε πρωιμότερη φάση του μνημείου, χρονολογήθηκαν προσφάτως περί το 3100 π.Χ..

Το όνομα Στόουνχεντζ (Stonehenge) προέρχεται από τις αρχαίες αγγλικές λέξεις Stanhen gist, που σημαίνουν 'κρεμαστοί λίθοι' και έδωσαν το όνομά τους σε μια ολόκληρη κατηγορία μνημείων γνωστών ως henge(s), δηλαδή κυκλικές ή οβάλ σχήματος περιοχές με διακριτά χαρακτηριστικά τους το κυκλικό ανάχωμα και την τάφρο που το περιβάλλει. Οι αρχαιολόγοι καθορίζουν τα henge(s) ως εκχωματώσεις που συνίστανται από ένα κυκλικό έγκλεισμα, περιβεβλημένο με κρηπιδωμένη κυκλική τάφρο. Όπως συμβαίνει συχνά με την αρχαιολογική ορολογία, η λέξη είναι δάνεια από τους παλιούς αρχαιοδίφες. Όμως, ο όρος henge δεν είναι και ο καταλληλότερος για την περιγραφή του Στόουνχεντζ, στην περίπτωση του οποίου το κρηπίδωμα βρίσκεται εσωτερικά της τάφρου. Παρόλο που το Στόουνχεντζ ως μνημείο είναι σύγχρονο άλλων τυπικότερων νεολιθικών κατασκευών, που φέρουν δικαιολογημένα τον τίτλο henges, θεωρούμενο στο σύνολό του δεν είναι δυνατόν να καταχωρηθεί σε κάποια κατηγορία. Μορφολογικά έχει μακρινή μόνον συγγένεια με τους υπόλοιπους λίθινους κύκλους των Βρετανικών νήσων, όπως ο κύκλος του Μπρόντγκαρ (Ring of Brodgar), για παράδειγμα, ενώ τα περίφημα τρίλιθά του το καθιστούν μοναδικό. Το Στόουνχεντζ και ο περιβάλλων χώρος του προστέθηκαν στον κατάλογο της UNESCO για την Παγκόσμια Πολιτισμική Κληρονομιά το 1986.

Το σύμπλεγμα του Στόουνχεντζ ολοκληρώθηκε σε αρκετές φάσεις κατασκευής που εκτίνονται σε χρόνικό βάθος 2.000 χρόνων αν και υπάρχουν ευρήματα που μαρτυρούν δραστηριότητα πριν και μετά από αυτή τη χρονική περίοδο. Οι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει μεσολιθικές πασσαλότρυπες, κάτω από το σύγχρονο χώρο στάθμευσης, που χρονολογούνται περίπου από το 8000 π.Χ., αν και επιβεβαιώνεται ότι συνδέονται με το μεταγενέστερο μνημείο. Τα ταφικά ευρήματα ενός αποκεφαλισμένου Σάξονα στην ίδια περιοχή χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα. H χρονολόγηση και η κατανόηση των διαφορετικών φάσεων του Στόουνχεντζ δεν είναι απλή υπόθεση. Είναι μια μάλλον περίπλοκη διαδικασία που στηρίζεται στα ελλιπή αρχεία των πρώτων ανασκαφών, σε πολύ λίγες ακριβείς επιστημονικά χρονολογήσεις και τη διατάραξη της φυσικής κιμωλίας του εδάφους από ανακατατάξεις της ύστερης παγετώδους και φυσικές διαταράξεις της πανίδας. Οι γενικότερα αποδεκτές φάσεις ολοκλήρωσης του μνημείου ακολουθούν λεπτομερειακά παρακάτω.

Το αρχικό μνημείο ήταν ένα κυκλικό ανάχωμα περιβεβλημένο με τάφρο περίπου 115 μ. (320 πόδια) διάμετρο με μια μεγάλη είσοδο βορειοανατολικά και μια μικρότερη νότια. Οι πρώτοι οικοδόμοι τοποθέτησαν οστά ελαφιών και βοδιών στον πυθμένα της τάφρου, πολύ αρχαιότερα από τα οστέινα εργαλεία εκσκαφής που ανακαλύφθηκαν επί τόπου. Το χρονολογικό βάθος τοποθετείται περίπου στο 3100 π.Χ.. στο εξωτερικό χείλος της περικλεισμένης περιοχής είχε σκαφθεί ένας κύκλος 56 λάκκων, που εμειναν γνωστοί ως τρύπες του Όμπρεϊ (Aubrey holes), από τον αρχαιοδίφη του 17ου αιώνα Τζον Όμπρεϊ (John Aubrey), που λέγεται ότι τους ανακάλυψε πρώτος. Πιθανώς επρόκειτο για πασσαλότρυπες, αν και δε βρέθηκαν ίχνη ξυλείας κατά τις ανασκαφές. Μια μικρή εξωτερική της τάφρου εκχωμάτωση ανήκει πιθανώς στην ίδια περίοδο.

Ορατές μαρτυρίες της δεύτερης φάσης δεν υπάρχουν πλέον. Όπως φαίνεται από τις πασσαλότρυπες που χρονολογούνται στη συγκεκριμένη περίοδο υπήρξε κάποια ξύλινη κατασκευή στον περίκλειστο χώρο στην αρχή της 3ης χιλιετηρίδας π.Χ. Φαίνεται πως ξύλινες κατασκευές υπήρχαν επίσης στη βορειοανατολική είσοδο, ενώ παράλληλοι δοκοί απλώνονταν από την νότια είσοδο. Το ανάχωμα εκσκάφθηκε για να μειωθεί το ύψος του, ενώ τουλάχιστον στις 25 από τις τρύπες του Όμπρεϊ βρέθηκαν ταφικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν την καύση νεκρών. Άσχετα, λοιπόν, από τον αρχικό προορισμό τους οι πασσαλότρυπες φαίνεται πως έγιναν τάφοι ενός ιδιαίτερου τύπου κατά την Φάση 2. Τριάντα επιπλέον καύσεις επιβεβαιώνονται σε άλλα σημεία μέσα στο μνημείο, κυρίως στην πλευρά του ανατολικού ημικύκλιου. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ενίοτε το Στόουνχεντζ ερμηνεύεται ως περίκλειστος χώρος καύσης νεκρών εκείνης της εποχής, ο αρχαιότερος του είδους του στα βρετανικά νησιά. Σπαράγματα άκαυστων ανθρώπινων οστών βρέθηκαν επίσης στην τάφρο. Βρέθηκαν επίσης κεραμεικά της ύστερης Νεολιθικής που βοηθούν στη σχετική χρονολόγηση της συγκεκριμένης φάσης.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

οι περιουσίες των προσφύγων...

Ένα ακόμη πρόβλημα που παραμένει άλυτο από την τουρκική εισβολή είναι οι περιουσίες των προσφύγων, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στην άλλη μεριά του νησιού. Στα εγκαταλελειμμένα ακίνητα εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες της άλλης κοινότητας ή και έποικοι χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση στους αρχικούς ιδιοκτήτες. Το πρόβλημα είναι εντονότερο για τους Ελληνοκύπριους, γιατί τους απαγορεύθηκε και απαγορεύεται ακόμη η εγκατάσταση στα Κατεχόμενα από τις τουρκοκυπριακές αρχές. Το 1985 η ΤΔΒΚ απέκτησε Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 159 προβλέπει ότι οι εγκαταλελειμμένες περιουσίες περιέρχονται στην κυριότητα της ΤΔΒΚ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου με την απόφασή του της 28ης Νοεμβρίου 1996 στην υπόθεση «Τιτίνα Λοϊζίδου κατά Τουρκίας» έκρινε ότι το Σύνταγμα αυτό δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ και ότι η Τουρκία ευθύνεται για παραβίαση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας των Ελληνοκυπρίων προσφύγων και την καταδίκασε σε καταβολή αποζημίωσης. Η τουρκοκυπριακή κυβέρνηση θέσπισε κατόπιν αυτών μια επιτροπή αποζημιώσεων, η οποία κρίνει αιτήματα Ελληνοκυπρίων περί προσβολής του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους. Το ΕΔΑΔ έκρινε όμως πάλι ότι αυτή η επιτροπή δεν αποτελούσε επαρκές ένδικο βοήθημα για τους θιγόμενους για μια σειρά από λόγους, μεταξύ άλλων και διότι δεν προέβλεπε δυνατότητα αυτούσιας επιστροφής παρά μόνο χρηματικής αποζημίωσης. Τελικά με νεώτερη απόφασή του αναγνωρίζει ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στη διαδικασία της επιτροπής πληρούν τα κριτήρια που είχε θέσει το ίδιο, με αποτέλεσμα να καθιστούν την προσφυγή σε αυτήν την επιτροπή επαρκές ένδικο βοήθημα για το μέλλον, που θα πρέπει να προηγείται μιας προσφυγής ενώπιον του ΕΔΑΔ. Οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες των περιουσιών στα Κατεχόμενα στρέφονται τα τελευταία χρόνια δικαστικά με αγωγές ενώπιον των κυπριακών δικαστηρίων κατά αλλοδαπών αγοραστών των περιουσιών τους, τις οποίες εκποιούν οι τουρκοκυπριακές αρχές σε τουρίστες ή αλλοδαπούς επιχειρηματίες. Τα κυπριακά δικαστήρια ως τώρα κάνουν δεκτές τις αγωγές κηρύσσοντας τις αγοραπωλησίες άκυρες και καταδικάζοντας τους αλλοδαπούς αγοραστές σε αποζημίωση.

Διαφορετικά είναι τα πράγματα στον Νότο. Αντίθετα με τον Βορρά, η εγκατάσταση Τουρκοκυπρίων στον Νότο δεν περιορίστηκε ποτέ νομικά από την κυπριακή κυβέρνηση μετά το 1974. Οι περιουσίες των Τουρκοκυπρίων που εγκατέλειψαν τον Νότο τέθηκαν από την Κυπριακή Κυβέρνηση υπό κηδεμονία σύμφωνα με τον νόμο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών 139/91 μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του Κυπριακού Προβλήματος. Με απόφασή του της 24ης Σεπτεμβρίου του 2004 στην υπόθεση «Arif Moustafa ν. Υπουργείου Εσωτερικών» το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έκρινε ότι από τη στιγμή που ένας Τουρκοκύπριος εγκατασταθεί οποτεδήποτε στις ελεύθερες περιοχές, έχει αξίωση επιστροφής της περιουσίας του από το κράτος.