Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Ειμαι καλα.

Καλημέρα. Με λένε Γιάννη και είμαι καλά. Εμένα που με βλέπετε, μη με βλέπετε έτσι. Έχω γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια. Για την ακρίβεια, από τον ίδιο το Χάρο. Σαν τώρα το θυμάμαι. Μη μου πείτε πως δεν έχετε την περιέργεια να ακούσετε την ιστορία μου.

Ήταν πρωί τ’ Αυγούστου, γύρω στις 2 το βράδυ κι έξω έβρεχε, όπως βρέχει πάντα στα νησιά, Οκτώβρη μήνα. Είναι μαρτύριο αυτά τα ανοιξιάτικα μεσημέρια, ειδικά όταν είσαι μόνος κι έρημος στο σπίτι. Έτσι μόνος ήμουν κι εγώ και μόλις είχα κατεβάσει μια πίτσα με τέσσερα τυριά.

Κάτι σκάλιζα στον υπολογιστή μου ενώ το στερεοφωνικό (Sony – «go create», μου είπαν και συμφώνησα) ούρλιαζε ακριβώς όπως ο τραγουδιστής των Blind Guardian. Η τρομερή ικανότητα μίμησης φωνών και ήχων του στερεοφωνικού μου ήταν άλλη μία από τις απορίες της ζωής μου που δεν κατάφερα να λύσω ποτέ. Έτσι απότομα άλλαζε από Frank Sinatra σε Σωκράτη Μάλαμα και από Πασχάλη Τερζή σε Marilyn Manson. Γενικά, όσον αφορά τα ηλεκτρονικά, μου αρκούσε να ξέρω απλά να τα χειρίζομαι.

«Τακ τακ.»

Την περισυλλογή μου διέκοψε ένα χτύπημα στο τζάμι της μπαλκονόπορτας, δημιουργώντας μου μια καινούρια απορία: Mπορεί μια γάτα να σκαρφαλώσει πέντε ορόφους; Γιατί στον πέμπτο έμενα, ακριβώς κάτω από την ταράτσα και ακριβώς πάνω από τον τέταρτο. Πάντα έμενα ψηλά για να καταπολεμήσω την υψοφοβία μου, αν και τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Το μόνο καλό ήταν πως είχα στάνταρ σήμα στο κινητό μου (Nokia – «Connecting people», μου είπαν και δεν διαφώνησα).

«Τακ τακ.»

Η γάτα γινόταν επίμονη κι εγώ ανυπόμονος. Δεν ήταν δυνατόν να έρχεται το κάθε βρωμόγατο και να σου χτυπάει το τζάμι τέτοια ώρα. Ξαναγύρισα στον υπολογιστή μου και άνοιξα το «ηλεκτρονικό μου γραμματοκιβώτιο» - βασικά το e-mail μου άνοιξα, αλλά άκουγα πολλούς να το λένε έτσι και μ’ άρεσε. Όπως έχετε καταλάβει, είμαι άνθρωπος με πολλές εσωτερικές αναζητήσεις. Η απορία μου με τα e-mail ήταν το πού κρυβόταν ο ηλεκτρονικός ταχυδρόμος. Περίμενα με αγωνία να φτάσουν τα μηνύματα αλλά ποτέ δεν κατάφερνα να τον δω. Ήταν άλλο ένα ζήτημα που είχε εξάψει την περιέργειά μου, καθώς η ηλεκτρονική του φύση με παραξένευε.

«Τακ τακ.»

Ήταν πλέον καιρός η περιέργεια μου να ασχοληθεί με τη γάτα. Σηκώθηκα προσεχτικά από τη δερμάτινη καρέκλα μου («ή Sato ή κάτω», μου είπαν, κι εγώ προτίμησα Sato) και πλησίασα το δίφυλλο του μπαλκονιού. Προετοιμάστηκα ψυχολογικά για το πέναλτυ, σαν τον Βασιλάκη τον Τσάρτα όταν καρφώνει τους αντίπαλους τερματοφύλακες. Τράβηξα απότομα τις κουρτίνες του Χυτήρογλου, άνοιξα βίαια την πόρτα αλλά τα γρήγορα αντανακλαστικά μου με βοήθησαν να μην κλωτσήσω αμέσως.

«Άντε, βρε αδερφέ, τόση ώρα. Πούντιασα μες στη βροχή.»

Τα λόγια αυτά βγήκαν από το στόμα( ενός μαυροφορεμένου αγρότη με πολλή πούδρα στη μάπα του. Αυτή ήταν τουλάχιστον η πρώτη μου εντύπωση. Αμέσως μετά σκέφτηκα ότι πρέπει να φόραγε καλό μέικ-απ γιατί δεν είχε ξεβάψει με τη βροχή. Max Factor ίσως.

Ήταν σχετικά κοντός, πιο κοντός από μένα. Φόραγε ένα μαύρο μακρύ ριχτό – σαν τη Μενεγάκη όταν ήταν έγκυος. Μόνο που η Ελενίτσα δεν φόραγε τη μαύρη κουκούλα που είχε αυτός ο τύπος και που κάλυπτε όλη του την κόμμωση. Προφανώς ήταν άλουστος.

Η φάτσα του ήταν πραγματικά ένα έργο τέχνης. Κάτασπρη σαν το γιαούρτι που μου πάσαρε ο φούρναρης («Είστε complet; με ρώτησαν? του είπα «Ναι,» αλλά το πήρα) και μακρόστενη. Μαύρο κενό στη θέση των ματιών αλλά και στα ρουθούνια. Και πάνω απ’ όλα στο στόμα, το οποίο ήταν ένα τεράστιο στραβό άνοιγμα, σαν να χασμουριόταν αγελάδα. Η φάση ήταν πως δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα παραμέσα, ούτε καν ύφασμα. Το άλλο περίεργο ήταν πως δεν είχε φρύδια, γεγονός στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένος. Μια παλιά μου γκόμενα, η Δωροθέα, έλεγε ότι βγάζει τα φρύδια της κάθε φορά που την έπαιρνα τηλέφωνο, αλλά όταν την έβλεπα τα είχε ακόμα. Τελικά, με παράτησε ή με κεράτωσε – μπορεί και τα δύο, δε θυμάμαι.

Το κορυφαίο με τον τυπά ήταν πως κράταγε ένα ματσούκι, από αυτά που κόβουν τα στάχυα το χειμώνα στα χωράφια. Δεν είχα δει ποτέ τέτοιο πράγμα από κοντά. Μόνο σε κάτι παιχνίδια στον υπολογιστή που σου το έβγαζε όταν σου τελείωναν οι σφαίρες για τα άλλα όπλα.

«Θα μου πεις να περάσω ή θα την βγάλουμε στο μπαλκόνι; Άντε και πονάει το πλευρό μου, μ’ αυτήν τη ρημάδα την υδρορροή που έχετε,» μου είπε και παρατήρησα πως η φωνή του ήταν πολύ βραχνή και μπάσα.

«Δεν έχω αντίρρηση να περάσεις, αλλά με ποιο δικαίωμα προσβάλλεις την υδρορροή;» του απάντησα, για να μη νομίζει ότι θα με καβαλήσει.

«Ε, τι να σου πω; Αφού ίσα ίσα μ’ άντεξε να σκαρφαλώσω.»

«Κάτσε, ρε φίλε. Ανέβηκες από την υδρορροή και σ’ άντεξε;»

«Όχι ακριβώς,» μου απάντησε με ένα απολογητικό τόνο στη φωνή του.

Τον προσπέρασα και βγήκα στο μπαλκόνι για να δω αυτό που φοβόμουν. Η υδρορροή από τον τρίτο όροφο και πάνω είχε λυγίσει και είχε πέσει προς τα κάτω, δημιουργώντας περίεργους σχηματισμούς. Ο τρίτος όροφος είναι αυτός πάνω από τον δεύτερο και κάτω από τον τέταρτο. Εκεί έμενε η οικογένεια Καρβούνη, πολύ καλοί άνθρωποι. Είχαν κι ένα αγοράκι, ένα αγγελούδι που το έλεγαν Κωστάκη.

«Κλείσε την πόρτα κι έχει ψόφο έξω,» μου φώναξε ο καλοβαμμένος αγρότης με τα μαύρα.

Τότε συνειδητοποίησα πως πράγματι είχε κρύο και προτίμησα να μπω μέσα που έκανε ζέστη («μέσα θα κάνει Fujitsu», μου είπαν και τους είπα εντάξει). Έκλεισα την πόρτα και έβαλα στη θέση τους τις κουρτίνες. Γύρισα και είδα τον άντρα να έχει κάτσει στο κρεβάτι μου και να έχει γείρει προς τα πίσω.

«Περίμενε δυο λεπτά να σου φέρω κάτι,» του είπα και πετάχτηκα στην κουζίνα. Θυμόμουν πως είχα πάρει κάτι παυσίπονα πριν λίγες μέρες. Τα βρήκα κάτω από μια χαρτοσακούλα των Goody’s («Γρήγορα ναι, πρόχειρα όχι», μου είπαν και αμέσως έκανα την παραγγελία μου). Έβαλα νερό από τη βρύση και έριξα ένα από τα χάπια μέσα. Ξαναγύρισα στο δωμάτιό μου όπου ο μαυροφόρος είχε καθίσει πιο άνετα και χάζευε το χώρο.

«Ορίστε,» είπα καθώς του έδινα το ποτήρι.

«Ευχαριστώ. Αν και ήδη νιώθω καλύτερα,» μου απάντησε. «Σιγά σιγά, ξεκίνα να μαζεύεις για να φύγουμε.»

«Να φύγουμε;! Πού να πάμε;», του πέταξα απορημένος.

«Δεν κατάλαβες;» με ρώτησε με ύφος πονηρό.

«Συγγνώμη, αλλά το αστείο παρατράβηξε. Σπας την υδρορροή της πολυκατοικίας, σε βάζω στο σπίτι μου, σου δίνω και παυσίπονο, κι εσύ συνεχίζεις να με δουλεύεις;»

«Δε σε δουλεύω καθόλου. Είσαι ο Γιάννης Γεωργόπουλος και μένεις Αριστείδου 32 στον 5ο όροφο, έτσι δεν είναι;»

«Σωστά όλ’ αυτά, αλλά το κόλλημά σου ποιό είναι; Εσύ ποιός είσαι στην τελική;» τον ρώτησα απειλητικά γιατί είχα αρχίσει να τα παίρνω.

«Ο Χάρος είμαι και ήρθα να σε πάρω,» μου αποκρίθηκε φυσικότατα, λες και μου έλεγε ότι είναι ο κύριος Νίκος ο διαχειριστής.


Technorati Profile

1 σχόλιο:

kouklitsa είπε...

Πολυ καλο το κειμενο!!!γελασε εκει που λες για την πρωην σου την Δωροθεα..χιχιχι καλο!