Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Μπικικινια.

«Ναι καλά. Είμαι ό,τι πιο τρομακτικό υπάρχει και εσύ μου λες πως σου θυμίζω το θείο σου τον Παντελή. Σε λίγο θα μου πεις ότι μοιάζω και με κάνα ηθοποιό.»

«Τώρα που το λες, το Μορφέα από το Μάτριξ τον έχεις τίποτα;»

«Με δουλεύεις;»

«Ε, όχι και σε δουλεύω. Εσύ είσαι λίγο μυγιάγγιχτος.»

«Εγώ μυγιάγγιχτος; Εδώ μου έχεις ρίξει τόσες προσβολές. Μέχρι που δεν με πίστευες ότι είμαι ο Χάρος.»

«Ε, και; Εσύ μου διέλυσες την υδρορροή.»

«Τέσπα, ας το ξεχάσουμε τώρα. Ρίξε τα ζάρια.»

Ο διάλογος αυτός ήταν καθοριστικός. Ο Χαρούλης είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και αυτό ήταν υπέρ μου. Έριξε δύο ασσόδυα μαζεμένα ενώ εγώ έφερα τις πρώτες μου εξάρες κι έστρωσα πεντάπορτο. Συνέχισα το ίδιο παραμύθι.

«Και πόσα καθαρίζεις το μηνα;»

«Ε;»

«Ξέρεις τώρα. Μπερντέ, μπικικίνια, λεφτά.»

«Πάει με την παράδοση. Συνολικά, κάτσε να υπολ-»

«Σ’ έπιασα!» φώναξα, διακόπτοντάς τον. Πράγματι, τον είχα τσακώσει σε δύσκολο σημείο. Το εξάπορτο ήταν σχεδόν έτοιμο και η πανωλεθρία του σχεδόν σίγουρη. «Ρίξε και φρόντισε να μη φέρεις μεγάλα.»

«Λες να μην το ξέρω;» μου πέταξε ειρωνικά. Άρπαξε τα ζάρια και τα κούνησε στα χέρια του. Ύστερα τ’ άφησε να πέσουν απαλά: Πεντάρες.

«Γιες!», αναφώνησα. Το υπόλοιπο του παιχνιδιού ήταν τυπικό και διήρκεσε κάνα δεκάλεπτο.

«Τι θα ‘λεγες για δύο στα τρία;» πρότεινε ο Χαρούλης.

«Εντάξει,» του είπα, σημειώνοντας τα πούλια του σε ένα κομμάτι χαρτί. Ξαναστήσαμε και ξεκίνησα πρώτος. Άνοιξε πολύ επιθετικά αλλά ήταν κάτι που χειριζόμουν με μαεστρία, καθώς το είχα μελετήσει διεξοδικά στο τρίτο έτος. Έπαιζε με την πλάτη στον τοίχο.

«Δε μου λες, έχεις τίποτα να τσιμπήσουμε;» μου είπε σε κάποια φάση.

«Έχω κάτι χτεσινά από fast-food.»

«Μόνο; Τι ‘σαι συ, ρε παιδί μου; Έρχεται ένας ξένος στο σπίτι κι εσύ μόνο αποφάγια έχεις;»

«Έχω και κάτι Ferrero Rocher («Μας κακομαθαίνετε, κύριε πρέσβη», μου είπαν? τους είπα ότι δεν είμαι πρέσβης και τα πήρα.).»

«Τι τσιγγουνιά, βρε αδερφέ. Και το κουτί της πίτσας άδειο είναι.»

Κατάλαβα ότι πήγε να παίξει την ίδια παγίδα που του έκανα κι εγώ, αλλά δε μάσησα και πέρασα στην αντεπίθεση. «Είπες πριν πως είναι η πρώτη μέρα σου;»

«Ναι,» απάντησε ξερά.

«Τι εννοούσες; Από πάντα εγώ νόμιζα πως ο Χάρος ήταν ένας.»

«Σιγά μη σας προλαβαίναμε. Κι εγώ ήταν να βγω σε τρία χρόνια σε αποστολές αλλά έτυχε ο πόλεμος στο Ιράκ.»

Δεν συνέχισα και έστρωσα σιγά σιγά τα πούλια μου για την τελική επίθεση, η οποία ήταν καταιγιστική. Πέντε πούλια σε τρεις ζαριές και ο Χαρούλης δεν ήξερε από πού του έρχονταν.

Μόλις έριξα την τελευταία ζαριά, ο Χαρούλης πήγε να κλείσει το τάβλι αλλά τον πρόλαβα. «Όχι ακόμα, Ρούλη. Λοιπον, μου χρωστάς εικοσιτέσσερις ώρες και …δέκα και έξι επί δέκα…εκατόν εξήντα ευρώ.»

«Ε;! Μα-»

«Δεν έχει μα. Κάναμε μια συμφωνία και έχασες.»

«Μα δεν έχω τίποτα,» μου απάντησε ενώ έβγαλε από τις τσέπες του κάτι κέρματα.

«Κι αυτά τι είναι;»

«Αυτά είναι για το δρόμο, για τα διόδια.»

«Μ’ αμάξι θα πάμε; Τέλος πάντων. Δέχομαι και επιταγές.»

«Από ποιό λογαριασμό;»

«Από τον δικό σου.»

«Μα δεν έχω λογαριασμό.»

«Καλά, βρε Χαρούλη. Επειδή είμαι καλή ψυχή, θα σ’ αφήσω να μου τα φέρεις αύριο που θα γυρίσεις.»

«Αύριο;»

«Ναι, αύριο. Λοιπόν, άντε στο καλό γιατί έχω και κάτι δουλίτσες.»

«Μα…δεν έχω πού να μείνω. Τι θα κάνω τόσες ώρες;»

«Πήγαινε σε κάνα ξενοδοχείο, σε κάνα σινεμά. Εγώ θα σου πω;»

«Μα, δεν έχω λεφτά.»

«Τόσο το καλύτερο. Πήγαινε σε καμιά διαδήλωση κατά του Ιράκ. Θα έχεις μεγάλο σουξέ.»

«Εντάξει, λοιπόν. Αλλά θα έρθω αύριο.»

«Ναι, εντάξει. Α, και μην βγεις από το μπαλκόνι. Βγες από την πόρτα κανονικά. Μην πάρεις το ασανσέρ, γιατί έχει χαλάσει.»

Πράγματι, με βαριά βήματα, ο Χαρούλης πήρε το δρεπάνι του, πέρασε το διάδρομο, και αφού βγήκε στο χωλ, άκουσα την πόρτα να κλείνει. Έτρεξα να προλάβω να του πω να προσέχει γιατί ο Κωστάκης συχνά κατουράει στις σκάλες. Μόλις άνοιξα την εξώπορτα άκουσα έναν εκκωφαντικό θόρυβο και μια σπαραχτική κραυγή. Έκλεισα την πόρτα, ανακουφισμένος που δε θα χρειαζόταν να φωνάξω, και κάθισα στην δερμάτινη καρέκλα.

Μετά από καμιά ώρα, χτύπησε το κουδούνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: